- διαλεκτικεύομαι
- διαλεκτ-ικεύομαι,A 'chop logic', M.Ant.8.13, Gal.13.573.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαλεκτικεύομαι — (Α) [διαλεκτική] 1. είμαι έμπειρος στη διαλεκτική 2. μιλώ σύμφωνα με τους νόμους τής λογικής … Dictionary of Greek
διαλεκτικευομένους — διαλεκτικεύομαι chop logic pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικευομένῳ — διαλεκτικεύομαι chop logic pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικεύεσθαι — διαλεκτικεύομαι chop logic pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)